lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

τηγανίζω στα τσεχική

Λέξη:
τηγανίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (11):
grilovat, opékat, osmažit, pečínka, pražený, pražit, péci, smažit, upražit, upéci, usmažit
Σχετικές λέξεις:
τσεχική τηγανίζω, τηγανίζω στα τσεχική, grilovat στα ελληνικά
τηγανίζω στα τσεχική