lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: δίψα

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
craving, desire, eagerness, hanker, hankering, longing, prurience, thirst, urge, wish, yearning
δίψα
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
chtivost, chuť, přání, touha, tužba, žádost, žádostivost, žízeň
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
bedürfnis, begehr, begierde, durst, lust, sehnsucht, verlangen, wunsch
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
attrå, tørst, vilje, ønske
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
anhelo, ansia, deseo, empeño, gana, hipo, sed
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
appétit, aspiration, désaltérer, désir, soif, souhait, voeu, volonté
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ansia, augurio, desiderio, sete, smania, volere, voto
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
attrå, begjær, tørst, ønske, ønskemål
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
жажда, желание
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
törst, åtrå, önskemål
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
dëshirë
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
жажда, желание
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
прага, смага
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
himu, iha, ihaldama, janu
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
halu, himo, jano, toive, toivomus
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
želja, žeđ
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
szomjúság, áhítozás
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
noras, troškulys
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
anseio, desejo, gana, hipo, sede
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
želanie
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
жага, спрага
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
pragnienie

Σχετικές λέξεις

δίψα - κωστής μαραβέγιας, δίψα στίχοι, δίψα για ζωή (1964), δίψα για εκδίκηση mega, δίψα στην εγκυμοσύνη, δίψα ονειροκρίτης, δίψα και εγκυμοσύνη, δίψα για αίμα, δίψα mega, δίψα εγκυμοσύνη