lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

άμβλωση στα δανική

Λέξη:
άμβλωση (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (1):
Σχετικές λέξεις:
δανική άμβλωση, άμβλωση στα δανική, abort στα ελληνικά
άμβλωση στα δανική