lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

άμβλωση στα ουκρανικά

Λέξη:
άμβλωση (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (4):
аборт, викидень, невдалий, помилка
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά άμβλωση, άμβλωση στα ουκρανικά, аборт στα ελληνικά
άμβλωση στα ουκρανικά