lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

άμβλωση στα εσθονική

Λέξη:
άμβλωση (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-εσθονική
Μεταφράσεις (1):
Σχετικές λέξεις:
εσθονική άμβλωση, άμβλωση στα εσθονική, abort στα ελληνικά
άμβλωση στα εσθονική