lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

άμβλωση στα πορτογαλικά

Λέξη:
άμβλωση (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (1):
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά άμβλωση, άμβλωση στα πορτογαλικά, aborto στα ελληνικά
άμβλωση στα πορτογαλικά