lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αλεύρι στα δανική

Λέξη:
αλεύρι (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (1):
mel
Σχετικές λέξεις:
δανική αλεύρι, αλεύρι τύπου 70, αλεύρι που φουσκώνει μόνο του, αλεύρι ντίνκελ, αλεύρι κατηγορίας μ, αλεύρι θερμίδες, αλεύρι στα δανική, mel στα ελληνικά
αλεύρι στα δανική