lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αλεύρι στα ουκρανικά

Λέξη:
αλεύρι (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (4):
агонія, борошно, катування, розривання
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά αλεύρι, αλεύρι τύπου 70, αλεύρι που φουσκώνει μόνο του, αλεύρι ντίνκελ, αλεύρι κατηγορίας μ, αλεύρι θερμίδες, αλεύρι στα ουκρανικά, агонія στα ελληνικά
αλεύρι στα ουκρανικά