lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βαδίζω στα δανική

Λέξη:
βαδίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (2):
gå, marchere
Σχετικές λέξεις:
δανική βαδίζω, βαδίζω συνώνυμο, βαδίζω συνώνυμα, βαδίζω στην πάτρα 2014, βαδίζω στην πάτρα, βαδίζω με παράπονο στίχοι, βαδίζω στα δανική, gå στα ελληνικά
βαδίζω στα δανική