lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βαδίζω στα πορτογαλικά

Λέξη:
βαδίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (2):
andar, marchar
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά βαδίζω, βαδίζω συνώνυμο, βαδίζω συνώνυμα, βαδίζω στην πάτρα 2014, βαδίζω στην πάτρα, βαδίζω με παράπονο στίχοι, βαδίζω στα πορτογαλικά, andar στα ελληνικά
βαδίζω στα πορτογαλικά