lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βουνό στα δανική

Λέξη:
βουνό (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (7):
berg, bjerg, fjeld, hø, højdepunkt, top, ås
Σχετικές λέξεις:
δανική βουνό, βουνό όλυμπος, βουνό των κενταύρων, βουνό τσιμποράσο, βουνό της πελοποννήσου, βουνό ονειροκρίτης, βουνό στα δανική, berg στα ελληνικά
βουνό στα δανική