lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βουνό στα σουηδικά

Λέξη:
βουνό (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-σουηδικά
Μεταφράσεις (3):
berg, fjäll, hö
Σχετικές λέξεις:
σουηδικά βουνό, βουνό όλυμπος, βουνό των κενταύρων, βουνό τσιμποράσο, βουνό της πελοποννήσου, βουνό ονειροκρίτης, βουνό στα σουηδικά, berg στα ελληνικά
βουνό στα σουηδικά