lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βουνό στα νορβηγικά

Λέξη:
βουνό (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-νορβηγικά
Μεταφράσεις (8):
berg, fjell, hø, topp, ås, berglendt, egg, fjellkjede
Σχετικές λέξεις:
νορβηγικά βουνό, βουνό όλυμπος, βουνό των κενταύρων, βουνό τσιμποράσο, βουνό της πελοποννήσου, βουνό ονειροκρίτης, βουνό στα νορβηγικά, berg στα ελληνικά
βουνό στα νορβηγικά