lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βουνό στα πορτογαλικά

Λέξη:
βουνό (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (4):
cerro, montanha, monte, serra
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά βουνό, βουνό όλυμπος, βουνό των κενταύρων, βουνό τσιμποράσο, βουνό της πελοποννήσου, βουνό ονειροκρίτης, βουνό στα πορτογαλικά, cerro στα ελληνικά
βουνό στα πορτογαλικά