lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ελάττωμα στα δανική

Λέξη:
ελάττωμα (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (24):
blunder, bommert, brist, defekt, deficit, fejl, fejltagelse, fiasko, fleks, fravær, have, klat, last, mangel, men, mistag, plet, savn, skavank, skyld, tabe, ulempe, underskud, uvane
Σχετικές λέξεις:
δανική ελάττωμα, πραγματικό ελάττωμα, νομικό ελάττωμα, κατασκευαστικό ελάττωμα, ελάττωμα συνώνυμο, ελάττωμα συνώνυμα, ελάττωμα στα δανική, blunder στα ελληνικά
ελάττωμα στα δανική