lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ελάττωμα στα σουηδικά

Λέξη:
ελάττωμα (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-σουηδικά
Μεταφράσεις (23):
avsaknad, blunder, bock, brist, defekt, fel, fil, frånvaro, groda, hake, knapphet, mangel, men, misstag, nackdel, ont, sakna, saknad, saven, skavank, svikt, tabbe, villfarelse
Σχετικές λέξεις:
σουηδικά ελάττωμα, πραγματικό ελάττωμα, νομικό ελάττωμα, κατασκευαστικό ελάττωμα, ελάττωμα συνώνυμο, ελάττωμα συνώνυμα, ελάττωμα στα σουηδικά, avsaknad στα ελληνικά
ελάττωμα στα σουηδικά