lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ελάττωμα στα λευκορωσίας

Λέξη:
ελάττωμα (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-λευκορωσίας
Μεταφράσεις (6):
брак, нястача, памылка, дыятэз, дэфект, страта
Σχετικές λέξεις:
λευκορωσίας ελάττωμα, πραγματικό ελάττωμα, νομικό ελάττωμα, κατασκευαστικό ελάττωμα, ελάττωμα συνώνυμο, ελάττωμα συνώνυμα, ελάττωμα στα λευκορωσίας, брак στα ελληνικά
ελάττωμα στα λευκορωσίας