lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ελάττωμα στα ρουμανική

Λέξη:
ελάττωμα (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ρουμανική
Μεταφράσεις (5):
defect, lipsă, gafă, greşeală, înfrângere
Σχετικές λέξεις:
ρουμανική ελάττωμα, πραγματικό ελάττωμα, νομικό ελάττωμα, κατασκευαστικό ελάττωμα, ελάττωμα συνώνυμο, ελάττωμα συνώνυμα, ελάττωμα στα ρουμανική, defect στα ελληνικά
ελάττωμα στα ρουμανική