lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ελάττωμα στα πορτογαλικά

Λέξη:
ελάττωμα (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (22):
afastamento, ausência, borrão, carência, culpa, defeito, deficiência, desafecto, desvantagem, equivocais, erro, falha, falo, falta, lunar, mancha, mácula, nódoa, penúria, perversão, tacha, vicio
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά ελάττωμα, πραγματικό ελάττωμα, νομικό ελάττωμα, κατασκευαστικό ελάττωμα, ελάττωμα συνώνυμο, ελάττωμα συνώνυμα, ελάττωμα στα πορτογαλικά, afastamento στα ελληνικά
ελάττωμα στα πορτογαλικά