lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

νοσοκόμα στα δανική

Λέξη:
νοσοκόμα (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (3):
amme, barnepiké, sygeplejerske
Σχετικές λέξεις:
δανική νοσοκόμα, νοσοκόμα φάρσα, νοσοκόμα της κέιτ, νοσοκόμα στο σπίτι θεσσαλονίκη, νοσοκόμα στο σπίτι, νοσοκόμα ονειροκρίτης, νοσοκόμα στα δανική, amme στα ελληνικά
νοσοκόμα στα δανική