lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

νοσοκόμα στα ουγγρική

Λέξη:
νοσοκόμα (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ουγγρική
Μεταφράσεις (2):
dajka, ápoló
Σχετικές λέξεις:
ουγγρική νοσοκόμα, νοσοκόμα φάρσα, νοσοκόμα της κέιτ, νοσοκόμα στο σπίτι θεσσαλονίκη, νοσοκόμα στο σπίτι, νοσοκόμα ονειροκρίτης, νοσοκόμα στα ουγγρική, dajka στα ελληνικά
νοσοκόμα στα ουγγρική