lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

νοσοκόμα στα ουκρανικά

Λέξη:
νοσοκόμα (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (5):
годувальниця, мамка, медсестра, нянька, няньчити
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά νοσοκόμα, νοσοκόμα φάρσα, νοσοκόμα της κέιτ, νοσοκόμα στο σπίτι θεσσαλονίκη, νοσοκόμα στο σπίτι, νοσοκόμα ονειροκρίτης, νοσοκόμα στα ουκρανικά, годувальниця στα ελληνικά
νοσοκόμα στα ουκρανικά