lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

παράνομος στα δανική

Λέξη:
παράνομος (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (5):
illegitim, lovløs, lovstridig, uberettiget, ulovlig
Σχετικές λέξεις:
δανική παράνομος, παράνομοσ συνώνυμο, παράνομος τζόγος βόλος, παράνομος τζόγος, παράνομος πλουτισμός, παράνομος ο φόρος αλληλεγγύης, παράνομος στα δανική, illegitim στα ελληνικά
παράνομος στα δανική