lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

παράνομος στα πορτογαλικά

Λέξη:
παράνομος (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (7):
abusivo, desaforado, desaguisado, ilegal, ilegítimo, ilícito, inválido
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά παράνομος, παράνομοσ συνώνυμο, παράνομος τζόγος βόλος, παράνομος τζόγος, παράνομος πλουτισμός, παράνομος ο φόρος αλληλεγγύης, παράνομος στα πορτογαλικά, abusivo στα ελληνικά
παράνομος στα πορτογαλικά