lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

παράνομος στα ουκρανικά

Λέξη:
παράνομος (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (9):
беззаконний, заборонений, невиправданий, негарантований, недозволений, незаконний, нелегальний, необґрунтований, неправильний
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά παράνομος, παράνομοσ συνώνυμο, παράνομος τζόγος βόλος, παράνομος τζόγος, παράνομος πλουτισμός, παράνομος ο φόρος αλληλεγγύης, παράνομος στα ουκρανικά, беззаконний στα ελληνικά
παράνομος στα ουκρανικά