lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πονώ στα δανική

Λέξη:
πονώ (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (9):
lidelse, ondt, pine, smerte, vånde, bolt, stift, krænke, såre
Σχετικές λέξεις:
δανική πονώ, πονώ που δεν σε ξέρω, πονώ μα δάκρυ δε θα δεις, πονώ δεν με λυπάσαι, πονώ δε με λυπάσαι στίχοι, πονώ conjugation, πονώ στα δανική, lidelse στα ελληνικά
πονώ στα δανική