lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πονώ στα τσεχική

Λέξη:
πονώ (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (21):
bolení, bolest, komolit, mrzačit, nemoc, poranit, posekat, poškodit, ranit, svorník, ublížit, urazit, utrpení, zkomolit, zmrzačit, znetvořit, zohavit, zranit, závlačka, útrapa, žal
Σχετικές λέξεις:
τσεχική πονώ, πονώ που δεν σε ξέρω, πονώ μα δάκρυ δε θα δεις, πονώ δεν με λυπάσαι, πονώ δε με λυπάσαι στίχοι, πονώ conjugation, πονώ στα τσεχική, bolení στα ελληνικά
πονώ στα τσεχική