lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πονώ στα πορτογαλικά

Λέξη:
πονώ (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (15):
chaveta, cravina, dolos, dor, estropear, ferir, lacerar, lastimar, lesionar, limiar, mal, mutilar, ofender, pena, vulnerar
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά πονώ, πονώ που δεν σε ξέρω, πονώ μα δάκρυ δε θα δεις, πονώ δεν με λυπάσαι, πονώ δε με λυπάσαι στίχοι, πονώ conjugation, πονώ στα πορτογαλικά, chaveta στα ελληνικά
πονώ στα πορτογαλικά