lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πονώ στα γερμανικά

Λέξη:
πονώ (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (10):
bolzen, leid, radebrechen, schlagbolzen, schmerz, schmerzen, schneiden, verletzen, verwunden, weh
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά πονώ, πονώ που δεν σε ξέρω, πονώ μα δάκρυ δε θα δεις, πονώ δεν με λυπάσαι, πονώ δε με λυπάσαι στίχοι, πονώ conjugation, πονώ στα γερμανικά, bolzen στα ελληνικά
πονώ στα γερμανικά