lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πονώ στα αγγλικά

Λέξη:
πονώ (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-αγγλικά
Μεταφράσεις (29):
ache, ailment, anguish, bolt, cotter, cut, earache, grieve, hurt, injure, lacerate, mangle, murder, mutilate, pain, pang, pin, scar, slash, sore, soreness, sprocket, stab, stabbing, stitch, stomach, suffering, twinge, wound
Σχετικές λέξεις:
αγγλικά πονώ, πονώ που δεν σε ξέρω, πονώ μα δάκρυ δε θα δεις, πονώ δεν με λυπάσαι, πονώ δε με λυπάσαι στίχοι, πονώ conjugation, πονώ στα αγγλικά, ache στα ελληνικά
πονώ στα αγγλικά