lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

σάλι στα δανική

Λέξη:
σάλι (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (4):
sjal, skal, slips, tørklæde
Σχετικές λέξεις:
δανική σάλι, σάλι χόκινς, σάλι φιλντ, σάλι σπέκτρα, σάλι ράιντ, σάλι πίρσον, σάλι στα δανική, sjal στα ελληνικά
σάλι στα δανική