lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

σάλι στα λευκορωσίας

Λέξη:
σάλι (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-λευκορωσίας
Μεταφράσεις (2):
хустка, шаленства
Σχετικές λέξεις:
λευκορωσίας σάλι, σάλι χόκινς, σάλι φιλντ, σάλι σπέκτρα, σάλι ράιντ, σάλι πίρσον, σάλι στα λευκορωσίας, хустка στα ελληνικά
σάλι στα λευκορωσίας