lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

σάλι στα πορτογαλικά

Λέξη:
σάλι (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (5):
bufando, chalé, enfurecer, furor, hidrofobia
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά σάλι, σάλι χόκινς, σάλι φιλντ, σάλι σπέκτρα, σάλι ράιντ, σάλι πίρσον, σάλι στα πορτογαλικά, bufando στα ελληνικά
σάλι στα πορτογαλικά