lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

σάλι στα λιθουανική

Λέξη:
σάλι (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-λιθουανική
Μεταφράσεις (3):
įniršis, įtūžis, pasiutligė
Σχετικές λέξεις:
λιθουανική σάλι, σάλι χόκινς, σάλι φιλντ, σάλι σπέκτρα, σάλι ράιντ, σάλι πίρσον, σάλι στα λιθουανική, įniršis στα ελληνικά
σάλι στα λιθουανική