lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

σάλι στα ουκρανικά

Λέξη:
σάλι (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (8):
шаль, шалю, шаля, божевілля, збавте, сказ, шаленість, шаленство
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά σάλι, σάλι χόκινς, σάλι φιλντ, σάλι σπέκτρα, σάλι ράιντ, σάλι πίρσον, σάλι στα ουκρανικά, шаль στα ελληνικά
σάλι στα ουκρανικά