lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

σαρώνω στα λευκορωσίας

Λέξη:
σαρώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-λευκορωσίας
Μεταφράσεις (3):
падмятаць, падфастрыгаваць, падшыць
Σχετικές λέξεις:
λευκορωσίας σαρώνω, σαρώνω συνώνυμο, σαρώνω συνωνυμα, σαρώνω ετυμολογία, σαρώνω βικιλεξικο, σαρώνω στα λευκορωσίας, падмятаць στα ελληνικά
σαρώνω στα λευκορωσίας