lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: χρηματοδοτώ

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
bankroll, finance, fund
χρηματοδοτώ
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
financovat
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
finanzieren
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
financiar
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
commanditer, financer
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
finanziare
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
финансировать
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
finansiera
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
financiar
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
finansować

Σχετικές λέξεις

χρηματοδοτώ συνώνυμα