lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

σαρώνω στα φινλανδικά

Λέξη:
σαρώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-φινλανδικά
Μεταφράσεις (2):
lakaista, pyyhkäistä
Σχετικές λέξεις:
φινλανδικά σαρώνω, σαρώνω συνώνυμο, σαρώνω συνωνυμα, σαρώνω ετυμολογία, σαρώνω βικιλεξικο, σαρώνω στα φινλανδικά, lakaista στα ελληνικά
σαρώνω στα φινλανδικά