lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

στολή στα δανική

Λέξη:
στολή (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (7):
ensartet, homogen, uniform, lige, plan, regelmæssig, stadig
Σχετικές λέξεις:
δανική στολή, στολή σουλιώτισσας, στολή ραπουνζελ, στολή πειρατή, στολή ξωτικού, στολή καουμπόι, στολή στα δανική, ensartet στα ελληνικά
στολή στα δανική