lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

στολή στα ουκρανικά

Λέξη:
στολή (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (11):
загальноприйнятий, кітель, мундир, навіть, одноманітний, однорідний, парний, плоский, рівний, рівномірний, уніформа
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά στολή, στολή σουλιώτισσας, στολή ραπουνζελ, στολή πειρατή, στολή ξωτικού, στολή καουμπόι, στολή στα ουκρανικά, загальноприйнятий στα ελληνικά
στολή στα ουκρανικά