lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

τυφλός στα δανική

Λέξη:
τυφλός (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (2):
blind, stærblind
Σχετικές λέξεις:
δανική τυφλός, τυφλός φοιτητής απθ, τυφλός φοιτητής, τυφλός τα τ'ωτα τον τε νουν τα τ ́όμματ ́ει, τυφλός παοκ, τυφλός μαθητής λυκείου έγραψε 20 σε όλα τα μαθηματα, τυφλός στα δανική, blind στα ελληνικά
τυφλός στα δανική