lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

τυφλός στα ουκρανικά

Λέξη:
τυφλός (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (8):
бленда, невидимий, незрячий, сліпа, сліпій, сліпої, сліпою, ширма
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά τυφλός, τυφλός φοιτητής απθ, τυφλός φοιτητής, τυφλός τα τ'ωτα τον τε νουν τα τ ́όμματ ́ει, τυφλός παοκ, τυφλός μαθητής λυκείου έγραψε 20 σε όλα τα μαθηματα, τυφλός στα ουκρανικά, бленда στα ελληνικά
τυφλός στα ουκρανικά