lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

τυφλός στα ουγγρική

Λέξη:
τυφλός (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ουγγρική
Μεταφράσεις (4):
vak, vakok, vászonroló, világtalan
Σχετικές λέξεις:
ουγγρική τυφλός, τυφλός φοιτητής απθ, τυφλός φοιτητής, τυφλός τα τ'ωτα τον τε νουν τα τ ́όμματ ́ει, τυφλός παοκ, τυφλός μαθητής λυκείου έγραψε 20 σε όλα τα μαθηματα, τυφλός στα ουγγρική, vak στα ελληνικά
τυφλός στα ουγγρική