lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

τυφλός στα λευκορωσίας

Λέξη:
τυφλός (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-λευκορωσίας
Μεταφράσεις (3):
сьляпы, невідушчы, сляпы
Σχετικές λέξεις:
λευκορωσίας τυφλός, τυφλός φοιτητής απθ, τυφλός φοιτητής, τυφλός τα τ'ωτα τον τε νουν τα τ ́όμματ ́ει, τυφλός παοκ, τυφλός μαθητής λυκείου έγραψε 20 σε όλα τα μαθηματα, τυφλός στα λευκορωσίας, сьляпы στα ελληνικά
τυφλός στα λευκορωσίας