lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

τυφλός στα ρωσικά

Λέξη:
τυφλός (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (2):
слепой, тупиковый
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά τυφλός, τυφλός φοιτητής απθ, τυφλός φοιτητής, τυφλός τα τ'ωτα τον τε νουν τα τ ́όμματ ́ει, τυφλός παοκ, τυφλός μαθητής λυκείου έγραψε 20 σε όλα τα μαθηματα, τυφλός στα ρωσικά, слепой στα ελληνικά
τυφλός στα ρωσικά