lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

τόκος στα δανική

Λέξη:
τόκος (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (16):
affære, anliggende, arbejd, arbejde, bedrift, butik, forretning, handel, hobby, interesse, job, opgave, rente, sag, sak, ærende
Σχετικές λέξεις:
δανική τόκος, τόκος υπερημερίας τι είναι, τόκος υπερημερίας σήμερα, τόκος υπερημερίας δημοσίου 6, τόκος υπερημερίας 2014, τόκος υπερημερίας, τόκος στα δανική, affære στα ελληνικά
τόκος στα δανική