lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

τόκος στα ιταλικά

Λέξη:
τόκος (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (12):
affare, bottega, caso, faccenda, fatto, frutto, impresa, interessamento, interesse, lavoro, mansione, negozio
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά τόκος, τόκος υπερημερίας τι είναι, τόκος υπερημερίας σήμερα, τόκος υπερημερίας δημοσίου 6, τόκος υπερημερίας 2014, τόκος υπερημερίας, τόκος στα ιταλικά, affare στα ελληνικά
τόκος στα ιταλικά