lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

τόκος στα βουλγαρικά

Λέξη:
τόκος (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-βουλγαρικά
Μεταφράσεις (6):
дело, лихва, магазин, работа, сделка, търговия
Σχετικές λέξεις:
βουλγαρικά τόκος, τόκος υπερημερίας τι είναι, τόκος υπερημερίας σήμερα, τόκος υπερημερίας δημοσίου 6, τόκος υπερημερίας 2014, τόκος υπερημερίας, τόκος στα βουλγαρικά, дело στα ελληνικά
τόκος στα βουλγαρικά