lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

τόκος στα πορτογαλικά

Λέξη:
τόκος (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (16):
armazém, assunto, caso, coisa, integres, interesse, juro, juros, loja, negocio, negócio, quedar, renda, tarefa, trabalho, venda
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά τόκος, τόκος υπερημερίας τι είναι, τόκος υπερημερίας σήμερα, τόκος υπερημερίας δημοσίου 6, τόκος υπερημερίας 2014, τόκος υπερημερίας, τόκος στα πορτογαλικά, armazém στα ελληνικά
τόκος στα πορτογαλικά