lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

φασόλι στα δανική

Λέξη:
φασόλι (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (1):
Σχετικές λέξεις:
δανική φασόλι, φασόλι στούντιος, φασόλι ροβίτσα, φασόλι πάτρα, φασόλι καλλιέργεια, φασόλι ιπποκράτους, φασόλι στα δανική, bønne στα ελληνικά
φασόλι στα δανική